- Σίμωνι
- Симону
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Σίμωνι — Σίμων a confederate in evil masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σίμων' — Σίμωνα , Σίμων a confederate in evil masc acc sg Σίμωνι , Σίμων a confederate in evil masc dat sg Σίμωνε , Σίμων a confederate in evil masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)